- πολύφθοος
- -ον, Απροσωνυμία ημέρας τού δελφικού μήνα Βυσίου κατά την οποία δίνονταν πολλοί χρησμοί.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πολυ-* + φθόϊς* / φθοίς «είδος πλακούντος» και «άμμος χρυσού»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύφθοον — πολύφθοος on which the oracle was much consulted masc/fem acc sg πολύφθοος on which the oracle was much consulted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)